Μια φορά κι έναν καιρό, στην καρδιά της Αττικής ζούσε ένας γέρος λύκος. Ήταν γνωστός για την αχορταγιά του, καθώς έτρωγε με λαιμαργία και ποτέ δεν χόρταινε. Για να μην το πάρει χαμπάρι κανείς, είχε συγκεντρώσει γύρω του ένα κοπάδι από εφτά μικρούς νάνους που τον βοηθούσαν. Οι νάνοι αυτοί του συγκέντρωναν το φαγητό, ώστε να μπορεί να απολαμβάνει τα γεύματά του χωρίς να τραβάει την προσοχή.
Ο λύκος ζούσε ευτυχισμένος, απολαμβάνοντας τα μεγάλα του γεύματα, και δεν ανησυχούσε για τίποτα. Το κοπάδι του ήταν πιστό, και όλα κυλούσαν ήρεμα. Ένα βράδυ, όμως, ξύπνησε με μια απροσδόκητη χαρά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και άρχισε να χορεύει. Τα βήματά του ήταν τόσο έντονα, που οι νάνοι τον κοίταξαν έκπληκτοι. «Τι χαρά είναι αυτή, γερόλυκε;» τον ρώτησαν.
«Σήμερα είναι μια υπέροχη νύχτα!» φώναξε ο λύκος. «Νιώθω τόσο καλά που θέλω να γιορτάσω!»
Όμως, αυτή η ξαφνική χαρά του λύκου είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το φαγητό του. Κι ενώ χόρευε, το κοπάδι άρχισε να σκέφτεται διαφορετικά. «Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να του δίνουμε όλο το φαγητό;» ψιθύρισε ο ένας νάνος στον άλλον.
Οι νάνοι, που είχαν κουραστεί να υπηρετούν τον γέρο λύκο, άρχισαν σιγά σιγά να μειώνουν το μερίδιο του φαγητού που του έδιναν. Ο λύκος, που συνήθιζε να τρώει ό,τι ήθελε, άρχισε να πεινάει και να ανησυχεί. «Πού είναι το φαγητό μου;» γρύλισε μια μέρα.
Οι νάνοι προσποιήθηκαν άγνοια, αλλά ο λύκος ήξερε τι συνέβαινε. Άρχισε να θυμώνει και να απειλεί: «Αν δεν μου δώσετε το φαγητό μου, θα δείτε τι σημαίνει η οργή ενός λύκου!»
Οι νάνοι φοβήθηκαν τις απειλές του λύκου, αλλά αυτή τη φορά είχαν πάρει την απόφασή τους. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να τον ταΐζουμε όπως παλιά,» είπαν μεταξύ τους. «Πρέπει να σκεφτούμε τον εαυτό μας.»
Ο λύκος κατάλαβε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η πείνα τον έκανε πιο αδύναμο, και οι νάνοι, βλέποντας την αδυναμία του, αποφάσισαν να πάρουν τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια τους. Σταμάτησαν να τον φοβούνται και του είπαν: «Από εδώ και πέρα, πρέπει να μάθεις να μοιράζεσαι, γερόλυκε. Δεν είσαι πια ο άρχοντας του δάσους.»
Ο λύκος, βλέποντας ότι οι απειλές του δεν έπιαναν πια τόπο, κατάλαβε ότι είχε χάσει την εξουσία του. Αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων και να μάθει να ζει με λιγότερα. Με τον καιρό, έπαψε να είναι ο λαίμαργος λύκος που ήταν κάποτε και έμαθε να εκτιμάει το λίγο, που τώρα του φαινόταν αρκετό.
Κι έτσι, ο λύκος έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ήρεμα, μαθαίνοντας το μάθημά του: ότι η απληστία φέρνει μόνο προβλήματα, και ότι η αληθινή δύναμη βρίσκεται στη συνεργασία και στη δικαιοσύνη.
Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.
Είναι πράγματι σημαντικό να διαχωρίζουμε τα παραμύθια από την πραγματικότητα, ιδίως όταν αναφερόμαστε σε σοβαρές κατηγορίες ή υποθέσεις. Το παραμύθι που αναφέρθηκε παραπάνω είναι καθαρά φανταστικό και προορίζεται για ψυχαγωγία, αλλά τα γεγονότα που αναφέρονται σε πραγματικά δημοσιεύματα, όπως αυτό που αναφέρετε στην ηλεκτρονική σελίδα «εδώλιο 5», θα πρέπει πάντα να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και προσοχή.
Όταν προκύπτουν κατηγορίες ή υποψίες για παράνομες ή ανήθικες πράξεις, είναι ζωτικής σημασίας να γίνεται ενδελεχής έρευνα από τις αρμόδιες αρχές και τη δικαιοσύνη. Εάν υπάρχει κάποιος που γνωρίζει την αλήθεια, αυτός πιθανόν να είναι πραγματικός νάνος και λογιστής, ίσως είναι κρίσιμο να καταθέσει τις πληροφορίες του ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Η διαφάνεια και η αλήθεια είναι θεμέλια μιας υγιούς κοινωνίας. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι οι αρχές θα κάνουν τη δουλειά τους και θα διαλευκάνουν την υπόθεση, εάν τα γεγονότα που αναφέρονται είναι όντως αληθινά. Στο μεταξύ, ας απολαμβάνουμε τα παραμύθια με τη σκέψη ότι, σε έναν δίκαιο κόσμο, το καλό πάντα νικάει το κακό.