Την απαλλαγή του Πέτρου Φιλιππίδη από την κατηγορία του βιασμού πρότεινε ο εισαγγελέας, επικαλούμενος «πλείστες αμφιβολίες» ως προς τη βασιμότητα των καταγγελιών. Κατά την αγόρευσή του, ανέφερε ότι εντοπίστηκαν 38 αντιφάσεις στις καταθέσεις της καταγγέλλουσας, γεγονός που – κατά την κρίση του – υπονομεύει την αξιοπιστία της μαρτυρίας της.
Η αγόρευση ακολούθησε την απολογία του κατηγορούμενου ηθοποιού και ξεκίνησε με αναφορά στη φύση της δίκης:
«Φτάσαμε στο τέλος μιας μακρόχρονης, πολυτελούς και πολυτάραχης δίκης και σας καλώ να επανεξετάσετε τα πραγματικά περιστατικά δίκαια, αντικειμενικά και με σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας.
Ο Εμμανουέλας Καντ προσπάθησε να ισορροπήσει τη λογική και την εμπειρία. Είπε ότι υπάρχουν πράγματα που το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να αντιληφθεί πλήρως.»
Απευθυνόμενος στους ενόρκους, υπογράμμισε πως οι δύο απόπειρες βιασμού που αποδίδονται στον κατηγορούμενο καταγγέλθηκαν με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, και ως εκ τούτου λείπουν κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία:
«Κάθε λογικό κενό ματαιώνει και δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη ακόμη και του πιο αποτρόπαιου εγκλήματος. Η αμφιβολία είναι ταγμένη υπέρ του κατηγορούμενου.»
Αναφερόμενος στην πρώτη καταγγελία, περιέγραψε τα γεγονότα όπως τα μετέφερε η καταγγέλλουσα και εξέτασε τις λεπτομέρειες της συνάντησης που φέρεται να κατέληξε σε απόπειρα βιασμού. Έθεσε υπό αμφισβήτηση τη χρονική απόσταση της καταγγελίας από το συμβάν – έντεκα χρόνια – και τόνισε πως μοναδικός μάρτυρας είναι η ίδια η καταγγέλλουσα. Οι λοιποί μάρτυρες, όπως είπε, επανέλαβαν περιγραφές βασισμένες στη δική της αφήγηση.
Μεταξύ των 38 αντιφάσεων που εντόπισε, ανέφερε:
Την αδυναμία της να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία του συμβάντος.
Το ότι δεν άλλαξε αριθμό κινητού τηλεφώνου, παρότι – όπως ισχυρίστηκε – δεχόταν ενοχλητικά τηλεφωνήματα.
Το ότι, αντί να απομακρυνθεί, συνέχισε επαφή που συμπεριλάμβανε ακόμα και “phone sex”.
Για μηνύματα του κατηγορούμενου που αναφέρονταν σε «επόμενη φορά», σχολίασε πως δείχνουν προηγούμενη ερωτική σχέση που είχε λήξει πρόσφατα.
Επιπλέον, ο εισαγγελέας επισήμανε ότι:
«Δεν προκύπτουν οι περιστάσεις της απόπειρας βιασμού. Καταδεικνύεται μια έντονη, επίμονη, ανήθικη και ανάρμοστη πίεση του κατηγορούμενου να ενδώσει σεξουαλικά, δηλαδή πράξεις που έχουν παραγραφεί ποινικά.»
Για το σύνολο των καταγγελιών εις βάρος του Πέτρου Φιλιππίδη, ανέφερε ότι καμία δεν συνιστά ξεκάθαρη πρόθεση βιασμού, με εξαίρεση μία παλαιότερη υπόθεση του 1995, που ωστόσο «δεν μπορεί να αξιολογηθεί ποινικά».
Σε ένα αμφιλεγόμενο σημείο της αγόρευσης, αναφέρθηκε ακόμη και σε ιατρικά δεδομένα για τη στυτική λειτουργία, ισχυριζόμενος πως:
«Αν δεν είχε πάρει κάποιο διεγερτικό ο κατηγορούμενος δεν εξηγείται τόσο ξαφνική στύση με αντίδραση του θύματος. Οι βιαστές δεν έχουν γρήγορη στύση, συνήθως προηγείται πεολειχία από το θύμα τους.»
Καταλήγοντας, χαρακτήρισε νομικά εσφαλμένη τη δίωξη για απόπειρα βιασμού, λέγοντας πως τα καταγγελλόμενα ανήκουν σε άλλη κατηγορία αδικήματος, και πρότεινε:
«Κατόπιν των ανωτέρω και έχοντας άνθρωποδέκτη τη σκέπη του θεού και κινούμενος στα πλαίσια της αριστοτέλειας επιείκειας φρονώ ότι πρέπει να απαλλάξετε τον κατηγορούμενο για την πράξη αυτή δεδομένων αμφιβολιών, και έλλειψης δόλου.»
Η αγόρευση για τη δεύτερη υπόθεση απόπειρας βιασμού αναμένεται να συνεχιστεί την 1η Ιουλίου.