Μέχρι την τελευταία της δημόσια εμφάνιση, η Ειρήνη Μουρτζούκου συνέχιζε να δίνει παραστάσεις αθωότητας. «Τα πόδια να μου κόψει ο Θεός, Παναγία μου, όχι», δήλωνε σε ερώτηση σχετικά με την πιθανή εμπλοκή της στους τραγικούς θανάτους των βρεφών.
Το πρωί της Τετάρτης 9 Ιουλίου, η 25χρονη ομολόγησε τελικά την ευθύνη για τον θάνατο τεσσάρων παιδιών – των δύο δικών της, ενός βρέφους φίλης της και της μικρής της αδελφής, την οποία σκότωσε όταν ήταν μόλις 14 ετών. Το σοκ ήταν μεγάλο για την κοινή γνώμη, που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα μια υπόθεση που είχε ντύσει με σιωπηλά ερωτήματα και υποψίες.
Παρά το γεγονός πως η Μουρτζούκου θεωρούνταν βασική ύποπτη εδώ και καιρό, επέμενε σε όλους τους τόνους πως δεν είχε καμία σχέση με τους θανάτους. Στην τελευταία της συνέντευξη, μόλις επτά ημέρες πριν από τη σύλληψή της, αρνούνταν κάθε εμπλοκή.
«Αν έφταιγα κάπου θα το έλεγα», υποστήριζε. Δήλωνε απογοητευμένη και παραδομένη στην αβεβαιότητα: «Δεν ξέρω πώς θα καταλήξει, έναν μήνα τώρα έχω σηκώσει τα χέρια ψηλά και μέρα με τη μέρα το συνηθίζω». Όταν ρωτήθηκε πώς εξηγεί τους θανάτους, απαντούσε: «Δεν ξέρω», ενώ δεν δίσταζε να αποδώσει όσα της συνέβαιναν σε δυνάμεις υπερφυσικές.
«Μέχρι που σκέφτηκα ότι κάποιος έχει κάνει μάγια δίπλα μου να μην μου πηγαίνει τίποτα καλά… Κατάρα μου έχουν ρίξει εμένα», έλεγε με βεβαιότητα.
Σε εκείνη τη συνέντευξη δήλωνε επίσης: «Ό,τι και να γίνει μόνο τον εαυτό μου υποστηρίζω πλέον, δεν με νοιάζει για κανέναν άλλον τίποτα». Στην ίδια γραμμή, στην ερώτηση για τη σχέση της με τους θανάτους των παιδιών, απαντούσε και πάλι: «Καμία. Τα πόδια να μου κόψει ο Θεός, Παναγία μου, όχι».
Επέμενε πως, αν είχε ευθύνη, θα την είχε ήδη αναλάβει: «Θα το παραδεχόμουν. Αν έφταιγα κάπου, θα το έλεγα. Είμαι άνθρωπος ο οποίος ό,τι και να κάνει θα το πω. Δεν φταίω. Ό,τι και να είχα κάνει θα το έλεγα, δεν είμαι άνθρωπος να κρύψω πράγματα».
Ωστόσο, όλα άλλαξαν λίγες ημέρες αργότερα. Το απόγευμα της Τετάρτης, επέστρεψε στη ΓΑΔΑ μετά την προθεσμία που της δόθηκε από την ανακρίτρια Πατρών για απολογία έως την Κυριακή 13 Ιουλίου. Η ομολογία της δόθηκε το πρωί της ίδιας ημέρας ενώπιον έμπειρων αξιωματικών του Τμήματος Ανθρωποκτονιών.
Η μεταγωγή της έγινε υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας και η ατμόσφαιρα στα δικαστήρια Πάτρας ήταν τεταμένη. Πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί εξωτερικά του κτιρίου, την υποδέχτηκαν με αποδοκιμασίες, φωνάζοντας «φόνισσα».