Η απόπειρα ομάδας 15 μοναχών της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης να απομακρύνουν τον Αρχιεπίσκοπο και ηγούμενο κ. Δαμιανό δεν περιορίζεται σε μια απλή εσωτερική διαφωνία. Η ενέργεια, που χαρακτηρίζεται «πραξικοπηματική», κλονίζει τη θεσμική σταθερότητα ενός μοναδικού πνευματικού κέντρου της Ορθοδοξίας και πυροδοτεί εξελίξεις με προεκτάσεις που φτάνουν έως τα Ιεροσόλυμα, την ώρα που στη Βουλή συζητείται σχέδιο νόμου που σχετίζεται με τη Μονή.
Η Μονή Σινά διαθέτει ιδιαίτερο καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, αναγνωρισμένο από τη βυζαντινή εποχή έως σήμερα, μέσω της εκκλησιαστικής διπλωματίας και των σχέσεών της με το αιγυπτιακό κράτος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διοικητικά δεν υπάγεται ούτε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ούτε στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Με το τελευταίο διατηρεί μόνο «κανονική σχέση» ως προς τη «χειροτονία του Αρχιεπισκόπου της», γεγονός που δεν σηματοδοτεί διοικητική υπαγωγή.
Η εκλογή του Αρχιεπισκόπου γίνεται από τη μοναστική αδελφότητα, αλλά η απομάκρυνσή του δεν μπορεί να προκύψει με «Γενική Συνέλευση» και απλή πλειοψηφία. Εκκλησιαστικές πηγές υπογραμμίζουν πως τέτοιες αποφάσεις απαιτούν αρμόδιο κανονικό όργανο, όχι αυθαίρετες ερμηνείες των Θεμελιωδών Κανονισμών, όπως το άρθρο 12, το οποίο δεν υπερβαίνει τους «Ιερούς Κανόνες» της Εκκλησίας.
Η επιστολή των μοναχών προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλο γεννά προβληματισμό, καθώς δημιουργεί την εντύπωση θεσμικής υπαγωγής της Μονής, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την αναγνωρισμένη αυτονομία της. Η εμπλοκή του Πατριαρχείου, έστω και μόνος ως αποδέκτης καταγγελίας, εντείνει την ανησυχία για παρανοήσεις ή σκοπιμότητες.
Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός απάντησε στην ενέργεια των μοναχών, τονίζοντας την προσήλωσή του στους «Θείους και Ιερούς Κανόνες» και δηλώνοντας πως θα κινηθεί εντός της «κανονικής παράδοσης» και της ευθύνης που φέρει.
Η επίκληση των εκκλησιαστικών Διπτύχων, που αναφέρουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Σινά χειροτονείται από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, δεν συνιστά ένδειξη διοικητικής εξάρτησης. Όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, η χειροτονία είναι τελετουργική πράξη και η Μονή Σινά δεν αποτελεί «εκκλησιαστική δικαιοδοσία» του Πατριαρχείου, αλλά «ιερό προσκύνημα» με μακραίωνη ανεξαρτησία, από τον 6ο αιώνα.
Η αποδοχή ή η ανοχή σε αυτή την «άτυπη καθαίρεση» μπορεί να προκαλέσει σοβαρό θεσμικό προηγούμενο, όπως υπογραμμίζουν εκκλησιαστικοί κύκλοι. Αν μια αδελφότητα μπορεί να καθαιρεί τον ηγούμενο χωρίς τη νόμιμη διαδικασία, χωρίς εκκλησιαστική κρίση και «Πατριαρχική απόφαση», τότε η εκκλησιαστική δομή παραβιάζεται στη ρίζα της.
Η σταθερότητα και η επιβίωση της Μονής στο αιγυπτιακό έδαφος δεν εξαρτάται από κρατική προστασία, αλλά από τη «θεσμική της συνέχεια» και την ενότητα με την Εκκλησία. Η κρίση που εξελίσσεται δεν αφορά απλώς ένα εσωτερικό πρόβλημα, αλλά αγγίζει τον ίδιο τον «πυρήνα της κανονικής νομιμότητας» στην Ορθόδοξη Εκκλησία.