Η σύλληψη της 35χρονης Wilawan Emsawat, γνωστής ως «Mrs. Golf», αποκάλυψε ένα από τα σοβαρότερα σκάνδαλα στον ταϊλανδικό βουδισμό, φέρνοντας σε αμηχανία τη μοναστική κοινότητα της χώρας.
Η «Mrs. Golf» φέρεται να αποπλανούσε βουδιστές μοναχούς, να καταγράφει τις ιδιωτικές τους στιγμές και στη συνέχεια να τους εκβιάζει ζητώντας μεγάλα χρηματικά ποσά, προκειμένου να μην δημοσιοποιήσει το υλικό. Μέχρι στιγμής, εννέα μοναχοί έχουν απομακρυνθεί, ενώ οι αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο ύπαρξης και άλλων θυμάτων.
Σύμφωνα με το BBC, τα τελευταία τρία χρόνια η γυναίκα φέρεται να αποκόμισε περίπου 11,9 εκατομμύρια δολάρια, εκβιάζοντας μοναχούς με χιλιάδες φωτογραφίες και βίντεο που είχε στην κατοχή της.
Η υπόθεση, η οποία έγινε γνωστή τον Ιούλιο, έχει προκαλέσει έντονη αναστάτωση σε μια χώρα όπου πάνω από το 90% των πολιτών δηλώνουν βουδιστές και οι μοναχοί χαίρουν υψηλού σεβασμού.
Όπως ανέφερε το ABC, οι αρχές εντόπισαν περισσότερα από 80.000 αρχεία – εικόνες και βίντεο – σε ψηφιακές συσκευές, αποκαλύπτοντας την έκταση και τη δομή του κυκλώματος εκβιασμού.
Το σχέδιο παγίδευσης των μοναχών
Η έρευνα ξεκίνησε όταν ένας ηγούμενος εγκατέλειψε το μοναστήρι του στη Μπανγκόκ, αφού έπεσε θύμα εκβιασμού. Η «Mrs. Golf» είχε συνάψει σεξουαλική σχέση μαζί του τον Μάιο του 2024 και αργότερα ισχυρίστηκε ότι έμεινε έγκυος, απαιτώντας περίπου 216.000 δολάρια ως «στήριξη» για το παιδί.
Αυτή η περίπτωση οδήγησε την αστυνομία στην αποκάλυψη επαναλαμβανόμενου μοτίβου: η γυναίκα προσεγγίζει μοναχούς, έχει ερωτικές σχέσεις μαζί τους, καταγράφει τις πράξεις και στη συνέχεια ζητά λύτρα για να μην διαρρεύσει το υλικό.
Σύμφωνα με τις αρχές, τα χρήματα που απέσπασε προέρχονται κυρίως από αναλήψεις μετρητών, ενώ μέρος τους κατευθύνθηκε σε διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια. Η 35χρονη κατηγορείται για εκβιασμό, ξέπλυμα χρήματος και παραλαβή προϊόντων εγκλήματος.
Αντίκτυπος και αντίδραση των αρχών
Η αστυνομία της Ταϊλάνδης δημιούργησε ειδική γραμμή καταγγελιών για να διευκολύνει την αναφορά παρόμοιων περιστατικών και να περιορίσει την εξάπλωση τέτοιων υποθέσεων. Η υπόθεση ανέδειξε σοβαρές αδυναμίες στον εσωτερικό έλεγχο και την πειθαρχία των μοναστικών ιδρυμάτων.
Η αντίδραση ήταν άμεση και από θεσμικούς φορείς. Το Ανώτατο Συμβούλιο της Sangha ανακοίνωσε τη σύσταση επιτροπής αναθεώρησης των μοναστικών κανόνων, ενώ η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης εξετάζει την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στους μοναχούς που παραβαίνουν τον μοναστικό κώδικα.
Σε μια ιστορικής σημασίας κίνηση, ο βασιλιάς Vajiralongkorn ανακάλεσε το βασιλικό διάταγμα του Ιουνίου με το οποίο απονεμήθηκαν ανώτεροι τίτλοι σε 81 μοναχούς. Όπως ανέφερε, η απόφαση οφείλεται σε περιστατικά που «προκάλεσαν μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία μεταξύ των βουδιστών».