Νυχτερινά κέντρα, δύο ανώτερα στελέχη του «άσπρου ράσου» και επιχειρηματίες της Πάτρας εμπλέκονται σε δικογραφία που προκαλεί σεισμό. Στο επίκεντρο βρίσκονται τα δύο γνωστά μπουζουξίδικα της Πάτρας, ο «ψηλός» της Λ. Συγγρού και οι βαλίτσες γεμάτες 500ευρα που άλλαζαν χέρια.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Οκτώβριο του 2024, όταν έγινε γνωστή η υπεξαίρεση περίπου 3 εκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Η έρευνα της Αρχής για το Ξέπλυμα Μαύρου Χρήματος, που διήρκεσε πολλούς μήνες, έδειξε ότι τα ποσά διοχετεύονταν σε πέντε λογαριασμούς επιχειρηματιών με δραστηριότητα στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης.
Μεταξύ αυτών, δύο ιδιοκτήτες μπουζουξίδικων της Πάτρας, ένας άνδρας γνωστός ως «ψηλός» με club στη Λεωφόρο Συγγρού, καθώς και ένας πατρινός επιχειρηματίας, ο οποίος φέρεται να είχε τον ρόλο του συντονιστή αλλά έχει εξαφανιστεί το τελευταίο διάστημα. Το σκάνδαλο εκτιμάται ότι «τρέχει» τουλάχιστον επτά με οκτώ χρόνια.
Η αφορμή για να ξεκινήσει η έρευνα ήταν ένας εσωτερικός έλεγχος σε τράπεζα, όπου εντοπίστηκε ύποπτο έμβασμα 50.000 ευρώ. Η αναφορά στις Αρχές άνοιξε τον δρόμο για έναν εκτενή έλεγχο στη ροή των χρημάτων και στην αποκάλυψη όλων των εμπλεκομένων.
Κεντρικά πρόσωπα της υπόθεσης είναι δύο υψηλόβαθμοι ιερείς της Καθολικής Επισκοπής Σύρου, που ερευνώνται για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Οι πέντε επιχειρηματίες που κατονομάζονται στη δικογραφία κατηγορούνται για ξέπλυμα χρήματος, με τους λογαριασμούς και τα περιουσιακά τους στοιχεία να έχουν ήδη δεσμευτεί.
Η Εισαγγελία έχει ασκήσει ποινικές διώξεις για κακουργηματική υπεξαίρεση, συνέργεια και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι διώξεις στρέφονται «κατά παντός υπευθύνου», ωστόσο ο ανακριτής αναμένεται να καλέσει μέσα στον Σεπτέμβριο τους βασικούς κατηγορουμένους – δύο ιερείς και έξι ιδιώτες, κυρίως από την Πάτρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, ένα από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούνταν για να «νομιμοποιούνται» τα χρήματα ήταν ιδιαίτερα ευρηματικό: επιχειρηματίας που είχε νυχτερινό κέντρο καλούσε γνωστό καλλιτέχνη από την Αθήνα, αλλά τα έξοδα διαμονής του, της ομάδας του (ηχολήπτες, φωτιστές κ.λπ.) και ακόμα και η αμοιβή του χρεώνονταν στην Καθολική Επισκοπή Σύρου μέσω τιμολογίων που εμφανίζονταν ως «φιλοξενία».