Η έρευνα για τον 30χρονο πρώην αστυνομικό της Άμεσης Δράσης ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2024, όταν ακόμα υπηρετούσε στο Σώμα, και τέθηκε στο μικροσκόπιο της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων έπειτα από καταγγελίες μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που τον ενέπλεκαν σε “διακίνηση ναρκωτικών και άλλες παράνομες δραστηριότητες”. Οι καταγγελίες διαβιβάστηκαν στην εποπτεύουσα Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, η οποία διέταξε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΑΣ, στο πλαίσιο της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν και ειδικές ανακριτικές μέθοδοι, από τις οποίες προέκυψαν στοιχεία που έδειχναν ότι ο αστυνομικός είχε εμπλοκή σε κατοχή, χρήση και διακίνηση ναρκωτικών, καθώς και διακίνηση μεγάλων χρηματικών ποσών. Μάλιστα, για να καλύψει τις κινήσεις του, εφάρμοζε “μέτρα αντιπαρακολούθησης”.
Η σύλληψή του πραγματοποιήθηκε το μεσημέρι της 4ης Αυγούστου 2025, αφού είχε προσέλθει στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων για άλλη υπόθεση. Ακολούθησε κατ’ οίκον έρευνα παρουσία δικαστικού λειτουργού, η οποία αποκάλυψε πλήθος ενοχοποιητικών στοιχείων.
Κατά την άφιξη των αστυνομικών στο σπίτι του πρώην αστυνομικού, ο 21χρονος συγκατηγορούμενος, που φιλοξενούνταν εκεί, επιχείρησε να αποτρέψει την είσοδο των αστυνομικών και έτρεξε προς το μπάνιο, όπου εθεάθη να πετά συσκευασία με λευκή σκόνη από το παράθυρο. Η ουσία, πιθανόν κοκαΐνη, βάρους 153 γραμμαρίων, περισυνελέγη και κατασχέθηκε.
Ακολούθησε έρευνα στην οικία, στο όχημα του πρώην αστυνομικού και στον ίδιο, κατά την οποία εντοπίστηκαν:
-
ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας,
-
συσκευή ηλεκτρικής εκκένωσης (taser),
-
γεμιστήρας και 39 φυσίγγια,
-
55 αναβολικά χάπια,
-
μεταλλικό ρόπαλο μπέιζμπολ,
-
δύο αυτοσχέδια τσιγάρα με πιθανή κάνναβη,
-
υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας που είχε “ψευδώς δηλωθεί ως απολεσθέν”,
-
καθώς και βεβαίωση απώλειας του παραπάνω δελτίου.
Σε βάρος και των δύο κατηγορουμένων ασκήθηκε ποινική δίωξη – του πρώην αστυνομικού για ένα κακούργημα και τρία πλημμελήματα, ενώ ο 21χρονος φέρει τις ίδιες κατηγορίες.