Η εγκατάσταση καμερών καταγραφής τροχαίων παραβάσεων στο οδικό δίκτυο της Αττικής έχει ήδη ξεκινήσει και παρουσιάζεται όχι άδικα ως το μεγαλύτερο έργο οδικής ασφάλειας που υλοποιείται τα τελευταία χρόνια. Οκτώ κάμερες με τεχνητή νοημοσύνη έχουν τοποθετηθεί σε κεντρικούς άξονες όπως η Βουλιαγμένης, η Μεσογείων, η Συγγρού και η Πανεπιστημίου, ενώ δέκα ακόμη κάμερες στη λεωφόρο Ποσειδώνος ελέγχουν αποκλειστικά την παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη.
Το εγχείρημα υλοποιείται με τη συμμετοχή του Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών και της Περιφέρεια Αττικής και αποτελεί, θεωρητικά, ένα πανίσχυρο εργαλείο πρόληψης τροχαίων ατυχημάτων. Όμως υπάρχει ένα κρίσιμο ερώτημα που αποφεύγεται συστηματικά: μπορούν οι κάμερες να λειτουργήσουν σωστά πάνω σε ένα κακοσυντηρημένο οδικό δίκτυο; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: όχι. Και όχι μόνο από τεχνική σκοπιά, αλλά και από άποψη δικαιοσύνης, νομιμότητας και κοινωνικής αποδοχής.

Οι κάμερες όσο προηγμένες κι αν είναι δεν λειτουργούν στο κενό. Βασίζονται σε συγκεκριμένα, απολύτως ορατά και νομικά σαφή στοιχεία του δρόμου: διαγραμμίσεις, πινακίδες, φωτεινούς σηματοδότες. Αν αυτά δεν λειτουργούν σωστά ή δεν φαίνονται, τότε το σύστημα δεν μπορεί να τεκμηριώσει αξιόπιστα την παράβαση ή, ακόμη χειρότερα, παράγει παραβάσεις που καταρρέουν στις ενστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κάμερες παραβίασης ερυθρού σηματοδότη στη λεωφόρο Ποσειδώνος, στο ύψος του Αλίμου και της Καλαμακίου.
Σε πολλά σημεία, οι διαγραμμίσεις είναι σβησμένες ή σχεδόν ανύπαρκτες. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οι κάμερες δεν καταγράφουν απλώς το κόκκινο φανάρι, αλλά την παραβίαση της γραμμής διακοπής πορείας (stop line) που προηγείται της διάβασης πεζών. Αν αυτή η γραμμή δεν είναι ευδιάκριτη, τότε δεν υπάρχει αντικειμενικό σημείο αναφοράς. Η κάμερα είτε θα εμφανίσει σφάλμα είτε η παράβαση θα ακυρωθεί σε οποιαδήποτε ένσταση. Δηλαδή, ένα πανάκριβο τεχνολογικό μέσο καθίσταται πρακτικά άχρηστο. Το ίδιο πρόβλημα παρατηρείται και στους δρόμους όπου έχουν τοποθετηθεί κάμερες τεχνητής νοημοσύνης που ελέγχουν την ταχύτητα. Στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, για παράδειγμα, οι πινακίδες ορίου ταχύτητας είναι σε πολλές περιπτώσεις σβησμένες, βανδαλισμένες ή κρυμμένες.

Πώς μπορεί να σταθεί νομικά μια παράβαση υπέρβασης ταχύτητας όταν ο οδηγός δεν έχει σαφή και ορατή ενημέρωση για το ισχύον όριο; Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι κάμερες δεν λειτουργούν ως εργαλείο πρόληψης, αλλά ως γεννήτρια αμφισβητήσεων και δικαστικών προσφυγών. Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται το μεγάλο πρόβλημα σχεδιασμού. Οι τεχνικές υπηρεσίες των αρμόδιων φορέων δείχνουν στην καλύτερη περίπτωση σύγχυση και στη χειρότερη πλήρη έλλειψη προτεραιοτήτων. Η λογική θα έπρεπε να είναι απλή και αυτονόητη: πρώτα συντηρούμε το οδικό δίκτυο και μετά τοποθετούμε κάμερες. Πρώτα διαγράμμιση, σήμανση, φωτισμός και σωστή λειτουργία φωτεινών σηματοδοτών. Και μόνο όταν το οδικό περιβάλλον είναι άρτιο, προχωράμε στην εγκατάσταση των τεχνικών μέσων ελέγχου. Διαφορετικά, δημιουργείται ένα επικίνδυνο αίσθημα αδικίας.
Ο οδηγός αισθάνεται ότι ελέγχεται αυστηρά σε έναν δρόμο που είναι εγκαταλελειμμένος, κακοσυντηρημένος και επικίνδυνος. Όχι επειδή διαφωνεί με την ύπαρξη καμερών οι περισσότεροι αναγνωρίζουν τη σημασία τους αλλά επειδή βλέπει ότι ο έλεγχος είναι μονομερής. Ο πολίτης πληρώνει, αλλά κανείς δεν λογοδοτεί για τις σβησμένες γραμμές, τις ανύπαρκτες πινακίδες και τον ανεπαρκή φωτισμό. Και εδώ φτάνουμε στον πυρήνα της αγανάκτησης. Οι οδηγοί ελέγχονται, καταγράφονται και τιμωρούνται σωστά όταν παρανομούν.
Όμως ποιος ελέγχει τους ανεύθυνους;
Ποιος ελέγχει τους δήμους και τις περιφέρειες που δεν συντηρούν τους δρόμους;
Ποιος ελέγχει τους δημόσιους υπαλλήλους μηχανικούς των τεχνικών υπηρεσιών που δεν εκτελούν αυτοψίες, δεν αποκαθιστούν λακκούβες και αφήνουν κρίσιμες υποδομές να καταρρέουν;
Σε πολλές περιπτώσεις, η πλημμελής συντήρηση του οδικού δικτύου δεν είναι απλώς ζήτημα αισθητικής ή ταλαιπωρίας. Είναι αιτία τροχαίων ατυχημάτων και δυστυχημάτων. Κι όμως, σπάνια αναζητούνται ευθύνες. Σπάνια επιβάλλονται κυρώσεις. Σπάνια τιμωρείται η αδιαφορία. Αν πραγματικά θέλουμε οι κάμερες να λειτουργήσουν ως εργαλείο οδικής ασφάλειας και όχι ως εισπρακτικός μηχανισμός, τότε η εξίσωση πρέπει να ισορροπήσει. Μαζί με τις κάμερες που καταγράφουν τους οδηγούς, χρειάζεται ένας μηχανισμός ελέγχου των φορέων συντήρησης.
Έλεγχος έργων, χρονοδιαγραμμάτων, αυτοψιών. Και όπου υπάρχει αδιαφορία ή πλημμελής άσκηση καθηκόντων, να υπάρχουν συνέπειες. Γιατί η οδική ασφάλεια δεν είναι μονόπλευρη υποχρέωση. Δεν αφορά μόνο τον οδηγό που οφείλει να τηρεί τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Αφορά και το κράτος, την αυτοδιοίκηση και τις υπηρεσίες που οφείλουν να παραδίδουν ασφαλείς, καθαρούς και σωστά σηματοδοτημένους δρόμους. Χωρίς αυτό το θεμέλιο, καμία κάμερα όσο «έξυπνη» κι αν είναι δεν μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά της.
